- σουρβετάρω
- και σουρφετάρω Ν(ιδιωμ.) ναυτ. (για σκάφος) ανατρέπομαι βίαια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουρβετάρισμα — και σουρφετάρισμα, το, Ν (ιδιωμ.) ναυτ. βίαιη ανατροπή σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρβετάρω / σουρφετάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. φορμάρω: φορμάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σουρφετάρω — Ν βλ. σουρβετάρω … Dictionary of Greek